Ζυρίχη

Ζυρίχη
η г. Цюрих

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Ζυρίχη" в других словарях:

  • Ζυρίχη — (γερμ. Zürich, γαλλ. Zurich, ιταλ. Zurigo). Πόλη (337.900 κάτ. το 2000) της Ελβετίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.728 τ. χλμ., 1.227.900 κάτ.). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης της Ζ., στις εκβολές του ποταμού Λίματ και στη… …   Dictionary of Greek

  • Ζυρίχη — η η μεγαλύτερη πόλη και το κυριότερο βιομηχανικό κέντρο της Ελβετίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κέλερ, Γκότφριντ — (Gottfried Keller, Ζυρίχη 1819 – 1890). Ελβετός μυθιστοριογράφος και ποιητής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το 1840 πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική. Επέστρεψε απογοητευμένος (1842) αλλά αποφασισμένος …   Dictionary of Greek

  • Βέρνερ, Άλφρεντ — (Alfred Werner, Μίλχαους, Αλσατία 1866 – Ζυρίχη 1919). Γερμανός χημικός, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε στη Ζυρίχη με τον Λούνγκε και στο Παρίσι με τον Μπερτελό. Διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της χημείας στη Ζυρίχη το 1893 και μετά από δύο χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Γιουνγκ, Καρλ Γκούσταφ — (Karl Gustav Jung, Κέσβιλ, Τούργκαου 1875 – Κούσναχτ, Ζυρίχη 1961). Ελβετός ψυχολόγος και ψυχίατρος. Θεωρείται ο σημαντικότερος από τους ψυχαναλυτές που απομακρύνθηκαν από τον Φρόιντ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τον τεράστιο όγκο (περισσότεροι …   Dictionary of Greek

  • Γκέσνερ, Κόνραντ φον- — (Kondrad von Gesner, Ζυρίχη 1516 – 1565). Ελβετός φυσιοδίφης και γιατρός. Ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας το 1541 και εργάστηκε μετά ως γιατρός στη Ζυρίχη. Υπήρξε ανεξάντλητος ερευνητής, με ενδιαφέροντα που… …   Dictionary of Greek

  • Τζόις, Τζέιμς — (Joyce, Δουβλίνο 1882 – Ζυρίχη 1941). Ιρλανδός συγγραφέας. Πρωτότοκος γιος πολυμελούς μεσοαστικής οικογένειας, παρακολούθησε τη βαθμιαία κατάπτωσή της με το ίδιο κριτικό και απροκατάληπτο βλέμμα με το οποίο έζησε την εμπειρία μιας αυστηρής… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …   Dictionary of Greek

  • Άντλερ, Φρίντριχ — I (Friedrich Adler, 1827 – 1908). Γερμανός αρχιτέκτονας. Έργα του είναι η εκκλησία του Αγίου Θωμά και η μικρή γοτθική εκκλησία του Σωτήρος στο Βερολίνο, η εκκλησία της Αγίας Ελισάβετ στο Βιλχελμσχάφεν, η εκκλησία του Αγίου Παύλου στο Μπρόμπεργκ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»